διήθημα

From LSJ
Revision as of 18:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διήθημα Medium diacritics: διήθημα Low diacritics: διήθημα Capitals: ΔΙΗΘΗΜΑ
Transliteration A: diḗthēma Transliteration B: diēthēma Transliteration C: diithima Beta Code: dih/qhma

English (LSJ)

ατος, τό,    A product of sifting: δ. γῆς riddled earth, Sor.2.88; δ. αἵματος, of urine, Steph.Urin. 1.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
lo que resulta de filtrar, filtrado, decantación τὸ δ. τῆς εἰρημένης γῆς Sor. en Aët.16.71, δ. αἵματος dicho de la orina, Steph.Ur.1.

Greek Monolingual

το (Α διήθημα) διηθώ
το προϊόν της διήθησης
νεοελλ.
χημ. το καθαρό υγρό που λαμβάνεται μετά τη διήθηση.