διεγγύημα

From LSJ
Revision as of 18:53, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεγγύημα Medium diacritics: διεγγύημα Low diacritics: διεγγύημα Capitals: ΔΙΕΓΓΥΗΜΑ
Transliteration A: diengýēma Transliteration B: diengyēma Transliteration C: dieggyima Beta Code: dieggu/hma

English (LSJ)

ατος, τό,    A pledge, security, PTeb.5.12 (ii B. C.), BGU 112.12 (i A. D.), etc.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
garantía, fianza en préstamos y otras transacciones τὸ μὲν γὰρ δ. διὰ τῶν λόγων ἀνενήνοχας PLugd.Bat.20.49.29 (III a.C.), πλὴν τῶν μεμισθωμένων εἰς τὸ πατρικὸν [καὶ] ὧν δ. ὑπάρχει COrd.Ptol.53.12 (II a.C.), ληφθέντων τῶν καθηκόντων διεγγυημάτων ταύτης τε καὶ τῶν ἄλλων ὠνῶν UPZ 225.28 (II a.C.), cf. 114.1.16 (II a.C.), καθιστᾶν τὰ καθήκοντα διεγγυήματα PTeb.728.4 (II a.C.), προσδέχεσθαι ... οἰκίαν ἐν διεγγυήματι PTeb.776.35 (II a.C.), τὰ ὑπάρχοντά μοι ὄντα καθαρὰ ἀπό τε ὀφειλῆς καί ὑποθήκης καὶ παντὸς διεγγυήματος BGU 112.12 (I d.C.), cf. BGU 2098.13, 2100.28 (ambos I d.C.), PBon.24b.17 (II d.C.).

Greek Monolingual

διεγγύημα, το (Α) διεγγυώ
1. αυτός που δόθηκε ως εγγύηση
2. ενέχυρο, υποθήκη·