δουλίδιον
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
τό, Dim. of δουλίς, Hsch. A s.v. θεράπνιον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
dim. de δούλη sirvienta jovencita, o despect. esclavita glos. a θεράπνιον Hsch.θ 337.