δουρομανής
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ές, poet. for A δοριμανής, πόλεμος AP9.553.
German (Pape)
[Seite 663] ές, = δοριμανής, πόλεμος, Antp. Th. 33 (IX. 553).
Greek (Liddell-Scott)
δουρομᾰνής: -ές, Ἰων. ἀντὶ δοριμανής, Ἀνθ. Π. 9. 553.
Spanish (DGE)
(δουρομᾰνής) -ές
enloquecido por la lanza, fig. furibundo, frenético πόλεμος AP 9.553 (Antip.), cf. δοριμανής.
Greek Monolingual
βλ. δοριμανής.
Greek Monotonic
δουρομᾰνής: -ές, Ιων. αντί δοριμανής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δουρομᾰνής: Anth. = δοριμανής.