δυσέξιτος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον, A hard to get out of, D.S.3.44 (v.l. δυσδιεξίτητος).
German (Pape)
[Seite 679] wo man schwer herauskommen kann; στόμα κόλπου D. Sic. 3, 44.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέξῐτος: -ον, ὁ ἐξ οὗ δυσκόλως τις ἐξέρχεται, δι. γραφ. ἐν Διοδ. 3. 44.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de atravesar, infranqueable τὸ στόμα de un golfo, D.S.3.44, τὸ πέρας de un país desértico, D.S.3.50, τόπος D.S.16.31.
Greek Monolingual
δυσέξιτος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο δύσκολα εξέρχεται κανείς.