εὐκατάστροφος

From LSJ
Revision as of 20:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάστροφος Medium diacritics: εὐκατάστροφος Low diacritics: ευκατάστροφος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: eukatástrophos Transliteration B: eukatastrophos Transliteration C: efkatastrofos Beta Code: eu)kata/strofos

English (LSJ)

ον,    A brought to a good conclusion, well-turned, of a period: only in Adv. -φως, ἀπηρτίσθαι Demetr.Eloc.10.

German (Pape)

[Seite 1074] wohl abgerundet, κόμματα Demetr. de elocut. 10.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάστροφος: -ον, καλῶς συντεταγμένος, ἐπί περιόδου Δημήτρ. Φαλ. 10.

Greek Monolingual

εὐκατάστροφος, -ον (Α)
(για περίοδο) αυτός που φθάνει σε επιτυχημένη «καταστροφή», που ολοκληρώνεται με σαφήνεια και ωραίο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-στροφος (< κατα-στρέφω), πρβλ. α-κατά-στροφος).