εὐδιάσειστος

From LSJ
Revision as of 20:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάσειστος Medium diacritics: εὐδιάσειστος Low diacritics: ευδιάσειστος Capitals: ΕΥΔΙΑΣΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eudiáseistos Transliteration B: eudiaseistos Transliteration C: evdiaseistos Beta Code: eu)dia/seistos

English (LSJ)

ον,    A easily shaken, ἀνέμῳ EM104.5, cf. Hsch.s.v. ῥαδινόν, etc.    II easy to disprove, A.D.Pron.4.23.

German (Pape)

[Seite 1062] wohl durchschüttelt; leicht zu erschüttern, zu widerlegen, Schol. Il. 5, 226; Apoll. Dysc. Pron. 386.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάσειστος: -ον, εὐκόλως διασειόμενος, Ἐτυμ. Μ. 104. 5, κλ. ΙΙ. ὃν εὐκόλως ἀνασκευάζει τις, Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 3Β.

Greek Monolingual

εὐδιάσειστος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που σείεται εύκολα («διὰ τὸ φύλλον εὐδιάσειστον εἶναι παντὶ ἀνέμῳ», Ε. Μ.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανασκευάσει, να αναιρέσει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάσειστος (< διασείω)].