εὔπυρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A fertile in corn, Poll.9.162.
German (Pape)
[Seite 1092] weizenreich, Poll. 9, 162.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπῡρος: -ον, εὔφορος εἰς σῖτον, Πολυδ. Θ΄, 162.
Greek Monolingual
εὔπυρος, -ον (Α)
με άφθονα σιτηρά, σιτοφόρος («εὔπυροι λειμῶνες», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυρός «σιτάρι»].