καινόφιλος
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
ον, A often changing one's friends, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1295] der seine Freunde oft wechselt, immer neue Freunde hat, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
καινόφῐλος: -ον, ὁ συχνάκις ἀλλάσσων, φίλους, «καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῖς φίλοις χρώμενον ἀεὶ» Φώτ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
καινόφιλος, -ον (Α)
αυτός που αλλάζει συχνά φίλους («καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῑς αὐτοῑς φίλοις χρώμενον», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φίλος].