κακοχυμία

From LSJ
Revision as of 22:17, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακοχῡμία Medium diacritics: κακοχυμία Low diacritics: κακοχυμία Capitals: ΚΑΚΟΧΥΜΙΑ
Transliteration A: kakochymía Transliteration B: kakochymia Transliteration C: kakochymia Beta Code: kakoxumi/a

English (LSJ)

ἡ,    A unhealthy state of the humours, Gal.6.553, 10.891: pl., Dsc.2.87.    2 unwholesomeness, τροφῶν Gal.6.749.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, Schlechtigkeit der Säfte, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κακοχῡμία: ἡ, ἡ κακὴ κατάστασις τῶν χυμῶν, Γαλην. 2. 206D, 4. 333D, Διοσκ. 2-109, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM κακοχυμία) κακόχυμος
ιατρ. είδος ασθένειας που προέρχεται από κακή κατάσταση τών χυμών, από αλλοίωση τών χυμών του ανθρώπινου οργανισμού.