κατακολλάω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
A glue or fasten upon, inlay, θύρας Χρυσῷ J.AJ8.3.3:— Pass., ὀθονίῳ… κατακεκολλήσθω… τὸ ξύλον Hp.Art.7; θύραι κατεκεκόλληντο σανίσιν Callix.1. 2 glue together, Arist.Pr.889b14.
German (Pape)
[Seite 1355] verleimen, festleimen, u. übh. verbinden, zusammenfügen, Hippocr.; αἱ θύραι θυΐναις κατεκεκόλληντο σανίσι Callixen. bei Ath. V, 205 b; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατακολλάω: κολλῶ ἐπί τινος, ποικίλλω ἐγκολλῶν, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β. 2) συγκολλῶ, Ἀριστ. Προβλ. 9. 1· συνδέω στενῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.
Russian (Dvoretsky)
κατακολλάω: склеивать(ся) (ᾠὰ κατακολλῶντα Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κολλάω vastlijmen.