Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεφαλών

From LSJ
Revision as of 09:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλών Medium diacritics: κεφαλών Low diacritics: κεφαλών Capitals: ΚΕΦΑΛΩΝ
Transliteration A: kephalṓn Transliteration B: kephalōn Transliteration C: kefalon Beta Code: kefalw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,    A fan-palm, Chamaerops humilis, Pall.Agr.5.4.5.    II = κεφαλωτόν, BGU1118.12 (i B.C.).    III = capito, Gloss.

Greek Monolingual

κεφαλών, -ῶνος, ὁ (Α)
1. είδος δένδρου με ριπιδωτά φύλλα, που σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης έφερε την ονομασία χαμαίρωψ ο ταπεινός
2. το κεφαλωτόν, το φυτό πράσο
3. μεγαλοκέφαλος, κεφάλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ων / -ώνος (πρβλ. πευκ-ών, πυλ-ών)].