κερατιστής
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one that butts, LXX Ex.21.29,36.
German (Pape)
[Seite 1422] ὁ, der mit den Hörnern Stoßende, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κερατίζων, κτυπῶν διὰ τῶν κεράτων, ἄγριος, Ἑβδ. (Ἐξ. 21. 29, 36).
Greek Monolingual
κερατιστής, ὁ (Α) κερατίζω
αυτός που χτυπά κάποιον με τα κέρατα («ἐὰν δὲ ὁ ταῡρος κερατιστὴς ᾖ», ΠΔ).