κνισοδιώκτης

From LSJ
Revision as of 09:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῑσοδῐώκτης Medium diacritics: κνισοδιώκτης Low diacritics: κνισοδιώκτης Capitals: ΚΝΙΣΟΔΙΩΚΤΗΣ
Transliteration A: knisodiṓktēs Transliteration B: knisodiōktēs Transliteration C: knisodioktis Beta Code: knisodiw/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A Fat-hunter, name of a mouse, v.l. Batr. 232.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσοδῐώκτης: -ου, ὁ, ὁ διώκων, ἐπιζητῶν λίπος, ὄνομα μυὸς ἐν Βατραχομ. 235.

Greek Monolingual

κνισοδιώκτης, ὁ (Α)
(κωμική ονομασία μύγας) αυτός που επιζητεί το λίπος (Βατραχομ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + διώκτης (πρβλ. ιππο-διώκτης, ληστο-διώκτης)].