Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορίσκομαι

From LSJ
Revision as of 09:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορίσκομαι Medium diacritics: κορίσκομαι Low diacritics: κορίσκομαι Capitals: ΚΟΡΙΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: korískomai Transliteration B: koriskomai Transliteration C: koriskomai Beta Code: kori/skomai

English (LSJ)

   A = κορέννυμαι, become saturated, c. gen., ὑγρασίης Hp. Gland.6; κ. φλέγματος οἱ πνεύμονες ib.14: abs., to be irked, Id.Art.35.

Greek Monolingual

κορίσκομαι (Α)
1. γεμίζω μέχρι κόρου («κορίσκονται πολλῆς ὑγρασίης», Ιπποκρ.)
2. ενοχλούμαι, δυσαρεστούμαι, παροργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ενεστωτικός τ. του κορέννυμι, σχηματισμένος επίσης υποχωρητ. από το θ. κορ-ε-σ- του αορ.].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορίσκομαι, alleen praes., verzadigd raken; er genoeg van hebben.