κρούνωμα

From LSJ
Revision as of 09:51, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρούνωμα Medium diacritics: κρούνωμα Low diacritics: κρούνωμα Capitals: ΚΡΟΥΝΩΜΑ
Transliteration A: kroúnōma Transliteration B: krounōma Transliteration C: kroynoma Beta Code: krou/nwma

English (LSJ)

ατος, τό,    A = κρουνός 2, κ. βρότειον Emp.6.3.

German (Pape)

[Seite 1514] τό, das Hervorgesprudelte, = κρουνός, δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον, die Augen als die Quellen der Thränen, Empedocl. 28.

Greek (Liddell-Scott)

κρούνωμα: τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κρουνόω, = κρουνός, Ἐμπεδ. 161.

Greek Monolingual

κρούνωμα, τὸ (Α)
μεγάλη ποσότητα αφθονία («νῆστίς θ' ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + επίθημα -ωμα (πρβλ. αέτ-ωμα, κεφάλ-ωμα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρούνωμα -τος, τό [κρουνός] bron; overdr.: κρούνωμα βρότειον bron van het sterfelijke leven Emped. B 6.3.

Russian (Dvoretsky)

κρούνωμα: ατος τό источник: δακρύων κ. Emped. = ὀφθαλμός.