κόμιον
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
τό, Dim. of κόμη, Arr.Epict.2.24.24, 3.22.10. II = προκόμιον, Dialex.2.13.
German (Pape)
[Seite 1478] τό, der Skalp, die mit den Haaren (κόμη) abgezogene Kopfhaut, Siegeszeichen eines erlegten Feindes bei den Scythen, Her. 4, 64. – Als Dimin. = ein wenig Haar, Arr. Epict. 2, 24, 25.
Greek (Liddell-Scott)
κόμιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόμη, Ἀρρ. Ἐπίτκ. 2. 24., 3. 22, 10. ΙΙ. = προκόμιον, πρβλ. Wess. Ἡρόδ. 4. 64.
Greek Monolingual
κόμιον, τὸ (Α)
1. υποκορ. του κόμη
2. τούφα από χαίτη αλόγου που πέφτει στο μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη + υποκορ. κατάλ. -ιον].