μάλκιος
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
ον, (μάλκη) A freezing, benumbing, τιὼν (sc. Mithridates) φάρμακον ἀσθενές τε καὶ μάλκιον Anon. ap. Suid.: Sup., τόδε μοι μαλκίστατον ἦμαρ Call.Fr.anon.45:—Hsch. has μαλκιώτατον· μαλακώτατον, and μαλκόν· μαλακόν; the latter is cj. in Poet. ap. Sch.Nic.Th.382.
German (Pape)
[Seite 90] frostig, kalt, ψυχρός, Suid., erstarren machend; auch μαλκός, von den Gramm. auf μαλακός zurückgeführt, die auch den superl. μαλκίστατος erwähnen.
Greek (Liddell-Scott)
μάλκιος: -ον, (μάλκη) ὁ προξενῶν μάλκην, νάρκωσιν, ναρκωτικός, ἢ σφόδρα ψυχρός, πιὼν (δηλ. ὁ Μιθριδάτης) φάρμακον ἀσθενές τε καὶ μάλκιον Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· - ὑπερθετ., τόδε μοι μαλκίστατον ἦμαρ, «ψυχρότατον», Ποιητὴς παρὰ τῷ αὐτῷ. - Ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει μαλκιώτατον καὶ μαλκόν.
Greek Monolingual
μάλκιος, -ον (Α) μάλκη
1. αυτός που επιφέρει μούδιασμα, νάρκη, λόγω της ψυχρότητάς του
2. πολύ ψυχρός
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «μάλκιον
ψυχρόν
μαλκίστατον-ψυχρότατον»
β) «μαλκιώτατον-μαλακώτατον».