μίσθαρνος

From LSJ
Revision as of 11:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίσθαρνος Medium diacritics: μίσθαρνος Low diacritics: μίσθαρνος Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΟΣ
Transliteration A: místharnos Transliteration B: mistharnos Transliteration C: mistharnos Beta Code: mi/sqarnos

English (LSJ)

ὁ, (μισθός, ἄρνυμαι)    A wageearner, Poll.4.48, Hsch. s.v. πελάται.

German (Pape)

[Seite 190] = μισθάρνης, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μίσθαρνος: ὁ, = μισθάρνης, Πολυδ. Δ΄, 48, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μίσθαρνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που αναλαμβάνει να εκτελέσει εργασία αποβλέποντας μόνο στη χρηματική αμοιβή την οποία θα λάβει, χωρίς να ενδιαφέρεται για ηθικές αξίες, αρχές και ιδέες και ιδίως αυτήν του πατριωτισμού («μίσθαρνο όργανο της ξένης προπαγάνδας»)
αρχ.
αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας μισθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μισθὸν ἄρνυσθαιεργάζομαι με μισθό»), πρβλ. ρ. μισθαρνῶ].