μελανδίνης

From LSJ
Revision as of 12:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνδίνης Medium diacritics: μελανδίνης Low diacritics: μελανδίνης Capitals: ΜΕΛΑΝΔΙΝΗΣ
Transliteration A: melandínēs Transliteration B: melandinēs Transliteration C: melandinis Beta Code: melandi/nhs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,    A dark-eddying, Γάγγης D.P. 577.

German (Pape)

[Seite 119] ὁ, schwarzwirbelnd, Γάγγης, D. Per. 577.

Greek (Liddell-Scott)

μελανδίνης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων, σχηματίζων μελαίνας δίνας, Διον. Π. 577.

Greek Monolingual

μελανδίνης, ὁ (Α)
(για ποταμό) αυτός που σχηματίζει μαύρες, σκοτεινές δίνες («μελανδίνην ἀνὰ Γάγγην», Διον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δίνη (πρβλ. βαθυ-δίνης)].