μείδημα
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ατος, τό, A smile, Hes.Th.205 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
μείδημα: τό, μειδίαμα, «χαμόγελο», Ἡσ. Θ. 205.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sourire.
Étymologie: μειδιάω.
Greek Monolingual
μείδημα, -ατος, τὸ (Α) μειδώ
το μειδίαμα, το χαμόγελο.
Greek Monotonic
μείδημα: -ατος, τό, χαμόγελο, το να χαμογελά κάποιος, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
μείδημα: ατος τό улыбка Hes., Anth.