μενέδουπος

From LSJ
Revision as of 12:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενέδουπος Medium diacritics: μενέδουπος Low diacritics: μενέδουπος Capitals: ΜΕΝΕΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: menédoupos Transliteration B: menedoupos Transliteration C: menedoupos Beta Code: mene/doupos

English (LSJ)

ον,    A steadfast in the battle-din, Orph.A.539.

German (Pape)

[Seite 132] den Schlachtlärm bestehend, darin aushaltend, Ἀθήνη, Orph. Arg. 539.

Greek (Liddell-Scott)

μενέδουπος: -ον, καρτερικός, ὑπομένων ἀταράχως τὸν θόρυβον τῆς μάχης, Ὀρφ. Ἀργ. 537.

Greek Monolingual

μενέδουπος, -ον (Α)
αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο της μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δοῡπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί-δουπος, ασπιδό-δουπος)].