ὁ, A practice, exercise, Orac. in App.Anth.6.140.
μελεδηθμός, ὁ (Α)άσκηση, εξάσκηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. -ηθμός (πρβλ. βρυχ-ηθμός, ορχ-ηθμός)].