Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Full diacritics: μελεδηθμός | Medium diacritics: μελεδηθμός | Low diacritics: μελεδηθμός | Capitals: ΜΕΛΕΔΗΘΜΟΣ |
Transliteration A: meledēthmós | Transliteration B: meledēthmos | Transliteration C: meledithmos | Beta Code: meledhqmo/s |
ὁ, practice, exercise, Orac. in App.Anth.6.140.
μελεδηθμός, ὁ (Α)
άσκηση, εξάσκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. -ηθμός (πρβλ. βρυχηθμός, ορχηθμός)].