μεταπράτης

From LSJ
Revision as of 12:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπράτης Medium diacritics: μεταπράτης Low diacritics: μεταπράτης Capitals: ΜΕΤΑΠΡΑΤΗΣ
Transliteration A: metaprátēs Transliteration B: metapratēs Transliteration C: metapratis Beta Code: metapra/ths

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,    A one who re-sells, Sch.Ptol. Tetr.151, Suid. s.v. μετάβολοι.

German (Pape)

[Seite 153] ὁ, der Wiederverkäufer, Höker, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ εἰς μικρὰς ποσότητας πωλῶν, Σουΐδ.· ὡσαύτως παλιμπράτης.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μεταπράτης) μεταπιπράσκω
1. λειανοπωλητής
2. μεταπωλητής («οι μεταπράτες κερδίζουν αρκετά με τις αυξήσεις τών τιμών»).