μονογόνατος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
ον, A made from a single joint, of a reed-pen, Edict.Diocl.18.12.
Greek (Liddell-Scott)
μονογόνατος: ὁ κατεσκευασμένος ἐκ τεμαχίου καλάμου ἔχοντος μόνον ἓν γόνυ, ἐπὶ γραφικοῦ καλάμου, Hell. J. 11, σ. 303.
Greek Monolingual
μονογόνατος, -ον (Α)
(για τον κάλαμο που χρησιμοποιούνταν στη γραφή) αυτός που είναι κατασκευασμένος από τεμάχιο με ένα μόνο γόνατο, δηλ. έναν μόνο αρμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + γόνατον].