μητροκτονία

From LSJ
Revision as of 12:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροκτονία Medium diacritics: μητροκτονία Low diacritics: μητροκτονία Capitals: ΜΗΤΡΟΚΤΟΝΙΑ
Transliteration A: mētroktonía Transliteration B: mētroktonia Transliteration C: mitroktonia Beta Code: mhtroktoni/a

English (LSJ)

ἡ,    A matricide, Asclep.Tragil. 29 J., Plu.2.18a, 810f.

German (Pape)

[Seite 180] ἡ, der Muttermord; Schol. Eur. Or. 206; Plut. de aud. poet. 3.

Greek (Liddell-Scott)

μητροκτονία: ἡ, τὸ μητροκτονεῖν, Πλούτ. 2, 18Α, 810F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
meurtre de sa mère.
Étymologie: μητροκτόνος.

Greek Monolingual

η (Α μητροκτονία) μητροκτόνος
η πράξη του μητροκτόνου, ο φόνος της μητέρας από το ίδιο το παιδί της («τὴν Ὀρέστου μητροκτονίαν», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

μητροκτονία: ἡ матереубийство Plut.