μονομαχεῖον
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
A v. μονομάχιον.
German (Pape)
[Seite 203] τό, = μονομάχιον, v. l. bei Ath. V, 191 a.
Greek (Liddell-Scott)
μονομᾰχεῖον: ἴδε ἐν λέξ. μονομάχιον.
Greek Monolingual
μονομαχεῑον και μονομάχιον, τὸ (ΑΜ) μονομάχος
μσν.
σχολή όπου διδασκόταν η μονομαχία
αρχ.
μονομαχία («ἀλλά καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ μονομάχιον ὑποβαλών», Λουκιαν.).
Russian (Dvoretsky)
μονομᾰχεῖον: τό Luc. v. l. = μονομάχιον.