μυξῖνος

From LSJ
Revision as of 13:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυξῖνος Medium diacritics: μυξῖνος Low diacritics: μυξίνος Capitals: ΜΥΞΙΝΟΣ
Transliteration A: myxînos Transliteration B: myxinos Transliteration C: myksinos Beta Code: muci=nos

English (LSJ)

ὁ,    A slime-fish, a sort of κεστρεύς, Hices. ap. Ath.7.306e.

Greek (Liddell-Scott)

μυξῖνος: ὁ, εἶδος ἰχθύος γλοιώδους, εἶδος κεστρέως, Λατιν. mugil, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306E· ὡσαύτως φέρεται μάξεινος. - Ἴδε Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 87, 88.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de poisson.
Étymologie: μύξος.

Greek Monolingual

μυξῑνος, ὁ (Α)
είδος ψαριού που έχει γλοιώδες δέρμα, είδος κεστρέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. -ῖνος (πρβλ. κορακ-ίνος)].