μυρμηκοειδής

From LSJ
Revision as of 13:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκοειδής Medium diacritics: μυρμηκοειδής Low diacritics: μυρμηκοειδής Capitals: ΜΥΡΜΗΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: myrmēkoeidḗs Transliteration B: myrmēkoeidēs Transliteration C: myrmikoeidis Beta Code: murmhkoeidh/s

English (LSJ)

ές,    A like an ant, Hsch. s.v. σίφων; μ. ὁρᾶσθαι Cass Pr. 19.

German (Pape)

[Seite 220] ές, ameisenartig, voll Ameisen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μύρμηκας, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μυρμηκοειδής, -ές (ΑΜ)
αυτός που μοιάζει με μυρμήγκι, που είναι σαν μυρμήγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος + -ειδής].