νοήρης

From LSJ
Revision as of 13:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοήρης Medium diacritics: νοήρης Low diacritics: νοήρης Capitals: ΝΟΗΡΗΣ
Transliteration A: noḗrēs Transliteration B: noērēs Transliteration C: noiris Beta Code: noh/rhs

English (LSJ)

ες,    A skilful, ἔργον Herod.7.3. Adv. Dor. νοᾱρέως, = νουνεχόντως, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νοήρης: -ες, ἔχων νοῦν, ὡς τὸ φρενήρης, χειρῶν νοῆρες ἔργον, τὸ μετὰ σκέψεως γινόμενον, Ἡρώνδ. VIII, 3.

Greek Monolingual

νοήρης, -ες (Α)
αυτός που έχει πνευματική ευστροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. -ήρης (πρβλ. ποδ-ήρης)].