νυσταγμός

From LSJ
Revision as of 13:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυσταγμός Medium diacritics: νυσταγμός Low diacritics: νυσταγμός Capitals: ΝΥΣΤΑΓΜΟΣ
Transliteration A: nystagmós Transliteration B: nystagmos Transliteration C: nystagmos Beta Code: nustagmo/s

English (LSJ)

ὁ,    A drowsiness, Hp.VM10, LXXPs.131(132).4, al. : in pl., Porph.Abst.I. 28.

Greek (Liddell-Scott)

νυσταγμός: ὁ, ἡ ἐπιγινομένη ἐκ τοῦ ὕπνου καταφορά, τὸ νυστάζειν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 4.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νυσταγμός)
διάθεση για ύπνο, νύστα
νεοελλ.
ιατρ. ακούσιες σύντομες ταλαντωσικές κινήσεις τών οφθαλμών οι οποίες γίνονται ταχύτατα και κατά οριζόντια ή κατακόρυφη διεύθυνση ή κατά περιστροφική έννοια
μσν.
μτφ. νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυστάζω. Η λ. με τη νεοελλ. ιατρ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nystagmus].

Russian (Dvoretsky)

νυσταγμός: ὁ сонливое состояние, дремота Arst.