οἰκοδίαιτος

From LSJ
Revision as of 14:01, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδίαιτος Medium diacritics: οἰκοδίαιτος Low diacritics: οικοδίαιτος Capitals: ΟΙΚΟΔΙΑΙΤΟΣ
Transliteration A: oikodíaitos Transliteration B: oikodiaitos Transliteration C: oikodiaitos Beta Code: oi)kodi/aitos

English (LSJ)

[ῐ], ον,    A living in the house, ἀλεκτρυόνες Gal.14.215.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδίαιτος: -ον, ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ διαιτώμενος, τρεφόμενος, ἀλεκτρυόνες Γαλην. τ. 13, σ. 931F.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α οἰκοδίαιτος, -ον)
αυτός που τρέφεται στο σπίτι, κατοικίδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αγρο-δίαιτος, ραβδο-δίαιτος].