παιπαλώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες, A of subtle nature, γυναῖκες EM515.7, Suid.
German (Pape)
[Seite 443] (παιπάλη), von abgefeimter, verschmitzter Art, γυναῖκες, E. M 515, 8, = παιπαλῶσαι. S. παιπαλάω.
Greek (Liddell-Scott)
παιπᾰλώδης: -ες, (παιπάλη) ὁ πανοῦργος τὴν φύσιν, γυναῖκας π. Ἐτυμολ. Μέγ. 515. 8.
Greek Monolingual
παιπαλώδης, -ῶδες (Α) παιπάλη
υπερβολικά πανούργος.