πασσάμενος
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
English (LSJ)
πάσσασθαι, A v. πατέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πασσάμενος: πάσσασθαι, ἴδε ἐν λέξ. πατέομαι.
French (Bailly abrégé)
part. ao. Moy. poét. de πατέω².
Greek Monotonic
πασσάμενος: Επικ. αντί πᾰσαμένος, μτχ. αορ. αʹ του πατέομαι· πάσσασθαι, απαρ.
Russian (Dvoretsky)
πασσάμενος: part. к πατέομαι I.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πασσάμενος ptc. aor. med. van πατέομαι