περίφορος

From LSJ
Revision as of 16:14, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφορος Medium diacritics: περίφορος Low diacritics: περίφορος Capitals: ΠΕΡΙΦΟΡΟΣ
Transliteration A: períphoros Transliteration B: periphoros Transliteration C: periforos Beta Code: peri/foros

English (LSJ)

ον,    A carried about by passing impulse, M.Ant.1.15.    II Subst. περίφορος, ἡ, f.l. for περιφορά or περίοδος in Luc.Astr.5.

German (Pape)

[Seite 599] ἡ, = περιφορά, ἡλίου Luc. astrol. 5.

Greek (Liddell-Scott)

περίφορος: ἡ, ἐν Ψευδο-Λουκ. π. τῆς Ἀστρολ. 5˙ ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ περιφορὰ ἢ περίοδος.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
mouvement circulaire, révolution d’un astre.
Étymologie: περιφέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α περιφέρω
αυτός που περιφέρεται, που περιστρέφεται γρήγορα.

Russian (Dvoretsky)

περίφορος: ὁ круговое движение, вращение (ἡλίου Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίφορος -ου, ἡ [περιφέρω] subst. omwenteling:. ἡ τοῦ ἠελίου περίφορος de omwenteling van de zon Luc. 48.5.