πετρόβλητος

From LSJ
Revision as of 17:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετρόβλητος Medium diacritics: πετρόβλητος Low diacritics: πετρόβλητος Capitals: ΠΕΤΡΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: petróblētos Transliteration B: petroblētos Transliteration C: petrovlitos Beta Code: petro/blhtos

English (LSJ)

ον,    A pelted with stones, Phot.    II affected by the stone, νεφροί Id.

German (Pape)

[Seite 606] mit Steinen geworfen, getroffen, Sp.; νεφροί, am Steine leidend, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

πετρόβλητος: -ον, ὁ ὑπὸ πέτρας τιτρωσκόμενος, Φώτ. ΙΙ. ἐπὶ νεφρῶν, ὁ πάσχων ἐκ λιθιάσεως, αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που έχει χτυπηθεί από ρίξιμο πέτρας
2. (για νεφρό) αυτός που έχει προσβληθεί από λιθίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. λιθό-βλητος].