πολύβωμος
From LSJ
Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich
English (LSJ)
ον, A with many altars, Call.Del.266, 316.
German (Pape)
[Seite 660] mit vielen Altären, Callim. Del. 266.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβωμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς βωμούς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 266.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς βωμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βωμός (πρβλ. δωδεκά-βωμος)].