προμιμνήσκω
From LSJ
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
English (LSJ)
A remind beforehand, Gloss.
German (Pape)
[Seite 734] (s. μιμνήσκω), vorher erinnern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προμιμνήσκω: ὑπομιμνήσκω προηγουμένως, Γλωσσ.
Greek Monolingual
Α
υπενθυμίζω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + μιμνήσκω «υπενθυμίζω»].