Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προκέφαλος

From LSJ
Revision as of 18:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκέφᾰλος Medium diacritics: προκέφαλος Low diacritics: προκέφαλος Capitals: ΠΡΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: proképhalos Transliteration B: prokephalos Transliteration C: prokefalos Beta Code: proke/falos

English (LSJ)

ον,    A with a sugar-loaf head, PGrenf.1.33.8 (ii B. C.), Sch.Ar.Av.282.    II of verses, with a syllable prefixed (as Il.5.349), Ps.-Plu.Metr.2.

German (Pape)

[Seite 730] mit vorstehendem Kopfe, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

προκέφᾰλος: -ον, ἐπὶ τῶν ὀξυκεφάλων, ὁ ἔχων τὴν κεφαλὴν προεξέχουσαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 282, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἑξαμέτρων ἐχόντων ἐν τῇ ἀρχῇ συλλαβὴν περιττήν, οἷον ἐν Ἰλ. Ε. 343.

Greek Monolingual

ο / προκέφαλος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που έχει κεφάλι το οποίο προεξέχει
2. (για στίχο) ο εξάμετρος που έχει περιττή συλλαβή στην αρχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. εγ-κέφαλος.