προκαθέζομαι
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
A sit before others, preside over, οἴκω Phintys ap. Stob. 4.23.61a: abs., preside, Mon. Ant.23.171 (Cilicia), Jahresh.15.55 (Notium); ἡ προκαθεζομένη πόλις the metropolis, Sch.rec.S.El.4, cf. OGI578.10 (Tarsus, iii A.D.). 2 sit down before and besiege, τῆς χώρας Alex.Polyh. ap. Eus.PE9.27.
German (Pape)
[Seite 726] (s. ἕζομαι), davorsitzen, den Vorsitz führen, Sp., die auch den aor. προκαθεσθέντες haben. – Beim Schol. Soph. El. 4 ist ἡ προκαθεζομένη πόλις die vorsitzende Stadt, Hauptstadt.
Greek (Liddell-Scott)
προκαθέζομαι: ἀποθ., καθέζομαι πρὸ ἄλλων, προΐσταμαι, προεδρεύω, οἴκου Φίντυς παρὰ Στοβ. 445. 26· ἡ πρ. πόλις, ἡ μητρόπολις, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 4. 2) στρατοπεδεύω ἔμπροσθεν τόπου τινὸς καὶ πολιορκῶ αὐτόν, τόπου Ἀλέξ. Πολ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432D· τῆς χώρας Κλήμ. Ἀλ. 418.
Greek Monolingual
Α
1. προΐσταμαι, προεδρεύω
2. στρατοπεδεύω μπροστά από έναν τόπο και τον πολιορκώ
3. φρ. «ἡ προκαθεζομένη πόλις» — η μητρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καθέζομαι «κάθομαι, τοποθετούμαι»].