προσδοκητός

From LSJ
Revision as of 19:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδοκητός Medium diacritics: προσδοκητός Low diacritics: προσδοκητός Capitals: ΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟΣ
Transliteration A: prosdokētós Transliteration B: prosdokētos Transliteration C: prosdokitos Beta Code: prosdokhto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A expected, πάντα π. μοι A.Pr.935; τύχη οὐ π. Polystr.Herc.346p.78V.

Greek (Liddell-Scott)

προσδοκητός: -ή, -όν, προσδοκώμενος, περιμενόμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 935.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσδοκητός, -ή, -όν, ΝΑ προσδοκῶ
αυτός που αναμένεται με ελπίδα.

Greek Monotonic

προσδοκητός: -ή, -όν (προσδοκάω), προσδοκώμενος, αναμενόμενος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσδοκητός -ή -όν [προσδοκάω] verwacht.

Middle Liddell

προσδοκητός, ή, όν προσδοκάω
expected, Aesch.