καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Full diacritics: προσσύρω | Medium diacritics: προσσύρω | Low diacritics: προσσύρω | Capitals: ΠΡΟΣΣΥΡΩ |
Transliteration A: prossýrō | Transliteration B: prossyrō | Transliteration C: prossyro | Beta Code: prossu/rw |
[ῡ], A drag on or along, τὰ σκέλη Gal.6.155.
προσσύρω: [ῡ], σύρω πρὸς τὰ ἐμπρός, προσσύρουσι... τὰ σκέλη Γαλην. τ. 6, 155, 11.
Α
1. σύρω κάτι προς τα εμπρός ή σύρω κάτι προς τον εαυτό μου
2. μέσ. προσσύρομαι
σύρομαι προς μια κατεύθυνση.