πυριβήτης

From LSJ
Revision as of 21:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῐβήτης Medium diacritics: πυριβήτης Low diacritics: πυριβήτης Capitals: ΠΥΡΙΒΗΤΗΣ
Transliteration A: pyribḗtēs Transliteration B: pyribētēs Transliteration C: pyrivitis Beta Code: puribh/ths

English (LSJ)

ου, poet. εω, ὁ, (βαίνω)    A standing over a fire, τρίπους Arat.983.

German (Pape)

[Seite 822] ὁ, der über dem Feuer Stehende, τρίπους, Arat. 983, vgl. ἐμπυριβήτης.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρῐβήτης: -ου, ὁ, (βαίνω) ὁ ἐπὶ τοῦ πυρὸς ἱστάμενος, τρίπους Ἄρατ. 983· πρβλ. ἐμπυριβήτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που στέκεται στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βήτης (< θ. βη- του βαίνω, πρβλ. βῆ-μα), πρβλ. δια-βήτης, εμπυρι-βήτης].