σιδηροφυής

From LSJ
Revision as of 22:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροφῠής Medium diacritics: σιδηροφυής Low diacritics: σιδηροφυής Capitals: ΣΙΔΗΡΟΦΥΗΣ
Transliteration A: sidērophyḗs Transliteration B: sidērophyēs Transliteration C: sidirofyis Beta Code: sidhrofuh/s

English (LSJ)

ές, (φύω)    A of iron nature, dub. l. in Poll.7.106, where Bekker (after cod. A, -φύσσα) reads σιδηρόφῡσα, forge-bellows.

German (Pape)

[Seite 880] ές, aus Eisen geschaffen, von eiserner Natur, nach Poll. 7, 106 Inschrift auf ciner Bildsäule des Eisenarbeiters Xanthias.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροφυής: -ές, (φύω) ὁ τὴν φύσιν σιδηροῦς ἢ τὴν κατασκευήν, ἀμφίβ. γραφὴ παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 106, ἔνθα ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει σιδηρόφυσα, φυσητήριον σιδηρουργοῦ.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. κατασκευασμένος από σίδηρο
2. αυτός που έχει την φύση σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ῥιζο-φυής].