σκληροκοίλιος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ον, A costive, Dsc. 5.19, Aët.7.10.
German (Pape)
[Seite 900] hartleibig, mit hartem Unterleibe, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σκληροκοίλιος: -ον, δυσκοίλιος, Διοσκ. 5. 27.
Greek Monolingual
-ον, Α
δυσκοίλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -κοίλιος (< κοιλία)].