στεριφότης
From LSJ
ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
Full diacritics: στερῐφότης | Medium diacritics: στεριφότης | Low diacritics: στεριφότης | Capitals: ΣΤΕΡΙΦΟΤΗΣ |
Transliteration A: steriphótēs | Transliteration B: steriphotēs | Transliteration C: sterifotis | Beta Code: sterifo/ths |
ητος, ἡ, A stoutness, solidity, Sch.Il.11.256.
στερῐφότης: -ητος, ἡ, σκληρότης, τραχύτης, τὸ στερεόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 256.
-ητος, ἡ, Α στέριφος (Ι)]
σκληρότητα, τραχύτητα.