στελίς

From LSJ
Revision as of 23:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στελίς Medium diacritics: στελίς Low diacritics: στελίς Capitals: ΣΤΕΛΙΣ
Transliteration A: stelís Transliteration B: stelis Transliteration C: stelis Beta Code: steli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,    A mistletoe, Viscum album, Thphr.CP2.17.1; acc. stelin Plin.HN16.245: pl., prob. in BGU1120.17 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 934] ἡ, auch ἀστυλίς, eine Schmarotzerpflanze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

στελίς: -ίδος, ἡ, παράσιτόν τι φυτόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 17, 1· αἰτ. stelin παρὰ Πλίν. 15. 93, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
το παρασιτικό φυτό Viscum album.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από θ. στελ- του στέλλω με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. καλαμ-ίς), λόγω της κολλητικής, γλοιώδους ουσίας του φυτού, που το στερεώνει].