συγκίνημα
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ατος, τό, A commotion, S.E.M.9.170 (but f.l. for κίνημα).
German (Pape)
[Seite 967] τό, das Mitbewegte; auch = Folgdm, Schol. Aesch. Pers. 412.
Greek (Liddell-Scott)
συγκίνημα: [ῑ], τό, συγκίνησις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 170 (διάφ. γραφ. κίνημα).
Greek Monolingual
τὸ, Α συγκινῶ
ταυτόχρονη κίνηση.
Russian (Dvoretsky)
συγκίνημα: ατος (ῑ) ἡ совместное движение или возбуждение Sext.