συγκειμένως

From LSJ
Revision as of 23:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκειμένως Medium diacritics: συγκειμένως Low diacritics: συγκειμένως Capitals: ΣΥΓΚΕΙΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synkeiménōs Transliteration B: synkeimenōs Transliteration C: sygkeimenos Beta Code: sugkeime/nws

English (LSJ)

Adv.    A continuously, without interval, Eust.1634.54.

German (Pape)

[Seite 967] der Verabredung gemäß.

Greek (Liddell-Scott)

συγκειμένως: Ἐπιρρ., συνεχῶς, ἄνευ διαλείμματος, Εὐστ. 1634. 54.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. συνεχώς, χωρίς διάλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκείμενος, μτχ. του ρ. σύγκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. συνεχώς, χωρίς διάλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκείμενος, μτχ. του ρ. σύγκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].