συγκειμένως
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
English (LSJ)
Adv. A continuously, without interval, Eust.1634.54.
German (Pape)
[Seite 967] der Verabredung gemäß.
Greek (Liddell-Scott)
συγκειμένως: Ἐπιρρ., συνεχῶς, ἄνευ διαλείμματος, Εὐστ. 1634. 54.
Greek Monolingual
Μ
επίρρ. συνεχώς, χωρίς διάλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκείμενος, μτχ. του ρ. σύγκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monolingual
Μ
επίρρ. συνεχώς, χωρίς διάλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκείμενος, μτχ. του ρ. σύγκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].